δέονται

δέονται
δέομαι
lack
pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
δέω 1
bind
pres ind mp 3rd pl
δέω 2
lack
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δέονθ' — δέονται , δέομαι lack pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) δέοντα , δέον there is need neut nom/voc/acc pl δέοντι , δέον there is need neut dat sg δέοντε , δέον there is need neut nom/voc/acc dual δέοντα , δέω 1 bind pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέοντ' — δέονται , δέομαι lack pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) δέοντα , δέον there is need neut nom/voc/acc pl δέοντι , δέον there is need neut dat sg δέοντε , δέον there is need neut nom/voc/acc dual δέοντα , δέω 1 bind pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MANNA Veterum — idem cum recentiorum Saccharo Bambus; liquidum mel est, quod in Prasiis, quae Indiae gens est eirca Gang m, Vere praesertim ac Autumnô pluere, Aelianus Histor. Animal. l. 15. c. 7. his verbis tradit: Ο῞περ ἐμπίπτον ταῖς πόαις, καὶ ταῖς τῶν ἑλείων …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… …   Dictionary of Greek

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • περίαπτος — η, ο / περίαπτος, ον, ΝΜΑ [περιάπτω] 1. αυτός που έχει αναρτηθεί ολόγυρα («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», Ευστ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το περίαπτο(ν) καθετί που κρεμιέται από το σώμα για αποτροπή τού κακού, το περίαμμα, το φυλαχτό αρχ. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του …   Dictionary of Greek

  • δέομαι — δεήθηκα, παρακαλώ θερμά, κάνω ικεσία: Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο δέονται για τη βοήθεια της Παναγίας την ημέρα της γιορτής της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”